- πυραμοειδοῦς
- πυραμοειδήςpyramidalmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηχεοκαρπικός — ή, ό, Ν φρ. «πηχεοκαρπική άρθρωση» ανατ. η κερκιδοκαρπική άρθρωση που σχηματίζεται μεταξύ κερκίδας και τρίγωνου χόνδρου, αφ ἐνός, και σκαφοειδούς, μηνοειδούς και πυραμοειδούς οστού τού καρπού, αφ ετέρου, άρθρωση στην οποία εκτελούνται κινήσεις… … Dictionary of Greek